koriani kefalonia
Ο τριμερισμός της φυσικής έκτασης, η συνακόλουθη ιδέα των τριών φυλών, καθώς και η συνθήκη της αρχικής οικοδόμησης των 100τμ, όλα προτείνουν μία λογική επέμβασης σε διαδοχικές χρονικές φάσεις. Κάθε φάση αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες δυνατότητες και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συνέχεια, συντηρώντας τελικά τη δυναμική εξέλιξη του έργου. Μία μικρογραφία, αν όχι ήδη η πρώτη εμπειρία, αυτής της δυναμικής εξέλιξης ήταν το εργαστήριο υλοποίησης της τραγάτας. Δύο σημεία της έκτασης ενεργοποιήθηκαν, εγκαθιστώντας μία ιδιότυπη μεταξύ τους σχέση. Το πρώτο ήταν το σπίτι της γιαγιάς, το οποίο έφερε όλη την προηγούμενη εμπειρία κατοίκησης του χώρου και λειτούργησε ως βάση εξόρμησης, ή ακόμη ως μάνα που προσέφερε προστασία και κάλυπτε τις βιολογικές ανάγκες. Το δεύτερο ήταν ένα σημείο εντελώς παρθένο, και οι εξορμήσεις οικειοποίησής του κατέλαβαν τελικά ένα νέο καταφύγιο κατοίκησης εντός της φυσικής έκτασης.
Με παρόμοιους μηχανισμούς, η προτεινόμενη στρατηγική επέμβασης διαχωρίζει τρεις χρονικές διαδοχές. Η πρώτη αφορά την εγκατάσταση ενός όσο το δυνατόν πολυλειτουργικότερου συγκροτήματος, το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει διάφορα είδη και διάρκειες προσωρινής διαμονής, λειτουργώντας και ως ένα βαθμό πειραματικά για τη συνέχεια του εγχειρήματος. Στη συνέχεια, η προσθήκη ενός δεύτερου, διακριτού συγκροτήματος, θα προτείνει ένα διαχωρισμό λειτουργιών σε σχέση με το ήδη υπάρχον, δίνοντας νόημα στην ύπαρξη δύο ξεχωριστών φυλών, και δίνοντάς τους αναγνωρίσιμο χαρακτήρα ανάλογα με το είδος τους. Η μία φυλή θα μπορούσε να αφορά διάφορα είδη φιλοξενίας, ομαδικού αγροτουρισμού μέχρι και μεμονωμένης ενοικίασης τύπου airbnb, ενώ η άλλη θα μπορούσε να αφορά πιο μεγάλης διάρκειας φιλοξενίες όπως artists residencies, digital nomads, workawayers και τα συναφή. Οι δύο πρώτες φάσεις και φυλές χωροθετούνται στα δύο βορειοανατολικά τμήματα, σε μία σχετική κατάσταση γειτνίασης, αφήνοντας το νοτιοδυτικό, πιο φυσικό τμήμα, ως πεδίο δράσης και αναφοράς για τις δραστηριότητές τους. Η τρίτη φάση, σεβόμενη αυτό το πεδίο φυσικής δραστηριότητας, αναπτύσσεται ως μετεξέλιξη της εμπειρίας της τραγάτας, εγκαθιστώντας αυτόνομους οικίσκους ημιυπαίθριας διαβίωσης μαζί με τις υποστηρικτικές τους εγκαταστάσεις, πιο κοντά σε μία μορφή διεσπαρμένης κατασκήνωσης.
Σε αρχιτεκτονικό επίπεδο, τόσο μορφολογικό όσο και λειτουργικό, η οικοδόμηση σε φάσεις θέτει τα ερωτήματα της συνθετικής και προγραμματικής συνέχειας. Τι χτίζει κανείς πρώτα; Πώς τα επόμενα βήματα συνδυάζονται και συνομιλούν με τα προηγούμενα; Αν η σχέση του πριν και του μετά είναι άρρηκτη, πώς το πρινπροϋπάρχει χωρίς να είναι ή να φαίνεται ατελές; Αυτά φαίνεται να είναι ερωτήματα τυπολογίας. Τόσο ο τύπος των θραυσμάτων, όσο και των ανεξάρτητων μονάδων με κοινή αναφορά μπορούν να απαντήσουν στα ερωτήματα. Ξανά εδώ, το γενικό σχήμα δράσης της εμπειρίας ανέγερσης της καλοκαιρινής τραγάτας, μας δίνει ιδέες. Ένας μεγαλύτερος χώρος-μάνα, στεγάζει και καλύπτει βιολογικές ανάγκες μέχρι την ανέγερση των επιμέρους οικίσκων, είτε ανεξάρτητων, είτε ως θραυσμάτων. Μετέπειτα, η μάνα αναπροσαρμόζεται, στεγάζοντας τις κύριες κοινές δραστηριότητες της φυλής, αφήνοντας τους επιμέρους διαμένοντες να καταφύγουν στα καταλύματά τους όταν θελήσουν.
Τελικά, η κάθε φάση του έργου τροφοδοτείται από την ήδη εγκατεστημένη εμπειρία του χώρου. Η διαδοχική εξέλιξη του έργου δε σημαίνει απλή προσθήκη κτιρίων, αλλά και μεταλλαγή των προϋπαρχόντων. Η ρητορική του εποικισμού δεν είναι τυχαία· οι φυλές διαμορφώνουν σταδιακά τις περιοχές τους, με κοινό, όμως πάντα, άξονα αναφοράς το τοπίο και τα χαρακτηριστικά του. Οι δύο πρώτες στα βορειοανατολικά εκμεταλλεύονται τη συνθήκη του υπερυψωμένου πλατώματος ‘βεράντα’ η μία, και του έντονου αναγλύφου σε επίπεδα, η άλλη. Η μία ενθαρρύνει πρακτικές κεντρικότητας και συναντήσεων λόγω του πλατώματος και της σχέσης με την είσοδο, ενώ η άλλη εμπνέει εσωστρέφεια και απομάκρυνση στην ησυχία. Η τρίτη φάση-φυλή καταλαμβάνει με σεβασμό το παραγωγικό τμήμα του οικοπέδου, αφήνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο ελεύθερο χώρο στο έδαφος και μικρότερο αποτύπωμα στο χώρο.