architectural competition/αρχιτεκτονικός διαγωνισμός
The project deals with the reclamation of a neglected and disconnected public space and at the same time attempts to reintroduce a monument through its transformation into an open public place.
The first design principle of the proposal deals with the monumental complex and its surroundings as a single public space as a “square in the seafront” with special spatial qualities, as the vaulted semi-open space of the arsenals is approached as an extension of the open space that extends in front of it. The second design principle anticipates and negotiates the three boundaries that determine the space: the Venetian walls, the sea front and the boundary between inside and outside raum.
Thus, the final proposal consists of 3 +1 wooden pavilions (three in the vaulted arsenals and one in the warehouse), which reproduce the geometry of the arsenals and also have the ability to move on rails. These structures fullfill the indoor space required by the building program.
This design approach allows the monument to stay completely open to public life, constituting an extensive public space. The surrounding area gets reconfigured though better circulation: the introctution of a path alongside the wall and the reactivation of the neoclassical marble staircase, manage to re-connect the city with the sea and the monument.
The ability of the pavilions to move independently of (unattached to) the monument allows the constant spatial reconfiguration of the public space and between its three boundaries. The different location of the pavilions (in the limit of indoor and outdoor space, under the roofed square, on the open square and at the seafront) sets a multiplicity of possible movements that redefine and correlate spatial and visual fields as corridors, obstacles or unexpected openings between the vertical surfaces. At the same time, this very mobility of the pavilions negotiates and reestablishes the boundaries between indoor and outdoor space, in a dynamic dialogue of the open and the close determining the attributes of public space.
Σε ένα κτηριακό συγκρότημα που χαρακτηρίζεται ‘μνημειακό’ καλούμαστε να επιλύσουμε την ανάδειξη και ένταξη του στη σημερινή πόλη και μάλιστα με τρόπο που να το καθιστά τόπο ‘υποδοχής – αφετηρίας’.
Επιλέγουμε να παραμείνει ο χώρος του μνημείου ανοιχτός στη δημόσια ζωή συνιστώντας με τις περιβάλλουσες διαμορφώσεις έναν εκτεταμένο δημόσιο χώρο.
Ως κύριος συνθετικός στόχος τίθεται η απόδοση του μνημειακού συγκροτήματος στη ζωή της πόλης μέσω της δημιουργάς μιας “πλατείας στη θάλασσα”. Η συγκεκριμένη συνθετική επιλογή “διαβάζει” το χώρο του συγκροτήματος τόσο ως ένα ενδιάμεσο επεισόδιο του θαλάσσιου μετώπου της πόλης του Ηρακλείου γενικά, όσο και ως οργανικό τμήμα (ιστορικά/λειτουργικά/συμβολικά) του παλιού ενετικού λιμένα.
Προτείνουμε τη στέγαση όλων των χώρων του λειτουργικού προγράμματος εντός τεσσάρων σαφώς διακριτών κελυφών τα οποία προκύπτουν από την υπάρχουσα γεωμετρία του νεωρίου. Πρωταρχικής σημασίας για την πρόταση είναι η κίνηση των θολωτών κατασκευών πάνω σε ράγες.
Τα Arsenali Vecchi κατασκευάζονται ως ένα λειτουργικό κέλυφος για τη ναυπήγηση και επισκευή σκαφών, στη γεωμετρία και τη κλίμακα που υπαγορεύει η συγκεκριμένη χρήση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Στη συνέχεια μετατρέπονται σταδιακά σε κελύφη κατοικίας και προσαρμόζονται στην κλίμακα του ανθρώπινου σώματος με την διάρθρωση ορόφων εσωτερικά.
Στη σημερινή συνθήκη, το υπόλειμμα/απόσπασμα των νεωρίων αξιολογείται ως μνημειακό συγκρότημα. Οι προσθήκες έχουν απομακρυνθεί ενώ λειτουργικά ο χώρος παραμένει όχι απλά κενός χρήσης, αλλά πλήρως απαξιωμένος από τη ζωή της πόλης.
Επιλέγουμε να αντιμετωπίσουμε το μνημείο με αφετηρία τις χωρικές του ποιότητες όπως τις παραλαμβάνουμε σήμερα, πέρα από το παρελθόν του ως νεώριο. Μια κατασκευή, που η μορφή και η κλίμακά της παραπέμπει στη φόρμα του πλοίου θεωρούμε πως είναι μια μορφολογική παρέμβαση που η προφάνεια της καταδικάζει τη πρόσληψη ενός πολύ ενδιαφέροντος χώρου. Η πρόταση μας αξιολογεί το αρχικό κέλυφος ναυπήγησης ως έναν χώρο με εξαιρετική γεωμετρία επιδιώκοντας ταυτόχρονα να επανεισάγει σε αυτόν την ανθρώπινη κλίμακα. Την ίδια στιγμή καλείται να προσαρμοστεί στην αναστρεψιμότητα που επιβάλλει η μνημειακή σύμβαση.
Τα pavilion αποσπώνται και αναπαράγουν εσωτερικά την υπάρχουσα γεωμετρία ενώ ο χώρος τους χωρίζεται σε πατάρια κλίμακας δωματίου. Η κίνησή τους σε ράγες λειτουργεί ως ανάμνηση-υπόμνηση της αρχικής λειτουργίας του κελύφους όπου σκαριά πλοίων σύρρονταν κατά την φορά των θόλων από και προς τη θάλασσα. Με την απότμιση του νεωρίου και πιο πρόσφατα την κατασκευή της υπερυψωμένης οδού, η συνάρτηση αυτή του κτηρίου με το παραλιακό μέτωπο είναι αποδυναμωμένη. Οι όγκοι που προβάλλουν και κινούνται επί της ισόπεδης πλατείας με κατεύθυνση μια φανταστική αποβάθρα αποτελεί μια ισχυρή σχεδιαστική χειρονομία που ισχυροποιεί την πρότερη σχέση με την θάλασσα.
architects: Dimitris Theodoropoulos+Marianna Xyntaraki [hiboux arch], Antonis Katsaros, Christina Vasilopoulou, Dimitra Gavrilaki
αρχιτέκτονες: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος+Μαριάννα Ξυνταράκη [hiboux arch], Αντώνης Κατσαρός, Χριστίνα Βασιλοπούλου, Δήμητρα Γαβριλάκη