exploring the spaciality of encounter

← Back to the Portfolio

 

The reality of Athens nowadays, is formed from the recent and continuous transformation to a multinational metropolis and this admition has been the stimulation for this diploma project. A building in the center of Athens for immigrants but at the same time for the whole neighborhood is a question which created a perplexity at first related to the way it should be handled.

The absence of existing examples with similar building programme and the continuous anxiety for its non-transformation to a cultural  center for “folklore” issues or an enclosed micro-cosmos, lead to the proposal of an hybrid space, with multifunctionality  and openness , which  are created  by combining different uses and activities.  Apart from all the above, the final proposal tries to be at the same time apprehended as an open public space, a place of leisure and culture or a center of basic services for immigrants. A building-open space which functions as an organism that produces overlapping interpretations from people, allowing encounter and possibly co-existence and exchange.

We experiment with the re-definition of void, in an effort to provoke encounter. In a residuum-void in the concrete urban tissue of Pangrati (a district in the center of Athens), a crooked slab emerges from the surface of the city. Without negating the sense of void, it carries, roofs, and contains happenings. It combines an extraverted part (rooftop terrace-open public space) and a shelter (sunken-enclosed space-protected courtyard).

The inhabitance of voids by immigrants imperceptibly transforms the city. Void as open space and void as a slot in the urban fabric, a residuum, or abandoned place, becomes the carrier of a redefinable relation between the inhabitant and public space. Occupying the void, immigrants are present where the city is absent.

By asserting their presense in public space an developing life networks in the city that intersect with networks of other social  or cultural groups, immigrants essentially  create the prospect of a city governed not by boundaries but by thresholds, i.e.encounter points. (Stavros Stavridis.”Inhabitance and otherness: Refugees and immigrants in the city”, Athens 2002: Αbsolute realism).

Void holds a neutral-undefinable identity, which can handle co-existence and encounter, contrary to a building that predefines behaviors. Symbolically the gesture of the building emerging from the ground corresponds to the immigrants increasing presence in the city which they inject with all they bring along. In counterpoint to this emerging presence, a vertical element-scaffold is erected,  a point of reference in the city. The design of the building tries to be less imposing to the user and with more freedom for the manipulation of space and for possible interventions; minimally defined functions, as spaces and activities diffuse and overlap with each other according to the needs, make space easily appropriated.

Η πραγματικότητα της Αθήνας η οποία διαμορφώνεται από την σχετικά πρόσφατη και συνεχιζόμενη μετάλλαξη της σε πολυεθνική μητρόπολη αποτέλεσε το ερέθισμα για αυτήν την διπλωματική εργασία. Ένα κτίριο στο κέντρο της πόλης για τις ανάγκες του μεταναστευτικού πληθυσμού αλλά ταυτόχρονα απευθυνόμενο στο σύνολο της γειτονιάς ήταν ένα ζητούμενο που προκάλεσε μια αρχική αμηχανία σχετικά με τον χειρισμό του. Η απουσία οικείων παραδειγμάτων όσον αφορά το κτιριολογικό πρόγραμμα και η διαρκής αγωνία να μην μεταλλαχθεί σε ένα πολιτιστικό κέντρο για φολκλόρ θέματα, ή ένα περίκλειστο μικρόκοσμο οδήγησε στην πρόταση ενός υβριδικού  χώρου με λειτουργική ευελιξία και δεκτικότητα, που μορφώνεται με βάση τον συνδυασμό διαφόρων χρήσεων και δραστηριοτήτων, αλλά και τη δυνατότητα πολυσήμαντης νοηματοδότησης. Η τελική πρόταση επιχειρείται να μπορεί να γίνει ταυτόχρονα αντιληπτή μεταξύ άλλων σαν υπαίθριος δημόσιος χώρος, χώρος αναψυχής και πολιτισμού ή σαν κέντρο παροχής υποτυπωδών αλλά βασικών εξυπηρετήσεων σε μετανάστες. Ένα κτίριο-πλατεία που λειτούργει σαν ένας οργανισμός που παράγει αλληλεπικαλυπτόμενες ερμηνείες του από τους ανθρώπους επιτρέποντας τη συνάντηση και πιθανά τη συνύπαρξη και την συνδιαλλαγή.

Το κενό τελείται υπό μια ουδέτερη-ακαθόριστη ταυτότητα, που αντέχει τη συνάντηση, εν αντιθέσει με ένα κτίριο που προκαθορίζει συμπεριφορές. Βάσει αυτής της θεώρησης εξερευνούμε τον τρόπο που ο χώρος γίνεται αφορμή για συνάντηση. Σε ένα υπόλοιπο-κενό του συμπαγούς ιστού του Παγκρατίου (συνοικία στο κέντρο της Αθήνας), αναδύεται μια ελισσόμενη πλάκα  η οποία μη αναιρώντας απόλυτα την αίσθηση του κενού, φέρει, στεγάζει και περικλείει γεγονότα, συνδυάζοντας μια εξωστρεφή διάσταση (δώμα-πλατεία) και ένα καταφύγιο (βυθισμένο-κλειστός χώρος-προστατευμένη αυλή).

H κατοίκηση του κενού από τους μετανάστες μετασχηματίζει την πόλη. Το κενό ως ανοιχτός χώρος και το κενό ως σχισμή, υπόλοιπο -αφημένο, γίνεται φορέας συνάντησης και μιας επαναπροσδιοριζόμενης σχέσης του κατοίκου με το δημόσιο χώρο. Kαταλαμβάνοντας το κενό, είναι παρόντες εκεί από όπου η πόλη απουσιάζει, κατοικούν σε αυτό που περισσεύει από τους άλλους.

Διεκδικώντας παρουσία στο δημόσιο χώρο, αναπτύσσοντας δίκτυα ζωής στην πόλη, τα οποία διασταυρώνονται με εκείνα κάποιων άλλων κοινωνικών ή πολιτισμικών ομάδων, παράγουν στην ουσία την προοπτική μιας πόλης όχι των ορίων αλλά των κατωφλίων δηλαδή των τόπων συνάντησης.(Σταύρος Σταυρίδης.”Κατοίκηση και ετερότητα:Πρόσφυγες και μετανάστες στην πόλη”, Αθήνα 2002: Απόλυτος ρεαλισμός).

Συμβολικά η χειρονομία ανάδυσης του κτιρίου από το έδαφος αντιστοιχεί στην αυξανόμενη  παρουσία των μεταναστών στην πόλη, που την μπολιάζουν με ότι φέρουν μαζί τους. Ως αντίστιξη σε αυτή την υπό ανάδυση παρουσία, στήνεται ένα κατακόρυφο στοιχείο-σκαλωσιά σημείο αναφοράς στην πόλη. Ο σχεδιασμός επιχειρεί τη λιγότερη δυνατή επιβολή στον χρήστη και μεγαλύτερη ελευθερία στη διαχείριση και τις επεμβάσεις και με ελάχιστα καθορισμένη λειτουργία, καθώς χώροι και δραστηριότητες διαχέονται  και αλληλεπικαλύπτονται σύμφωνα με τις ανάγκες που προκύπτουν, καθιστώντας εύκολα οικειοποιήσιμο το χώρο.

 

thesis: Maria Tsigara, Akis Tilemachou, 2004

διπλωματική εργασία: Μαρία Τσιγάρα, Άκης Τηλεμάχου, 2004

  • Filed under: research